- τρητός
- -ή, -όν, Αγεμάτος τρύπες, διάτρητος (α. «ἐν τρητοῑσι λεχέεσσιν»[πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ' άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, Ομ. Ιλ.β. «μελισσᾱν... τρητὸς πόνος» — η κηρήθρα τών μελισσών, Πίνδ.γ. «λίθαξ τρητή» — η ελαφρόπετρα, Ανθ. Παλ.δ. «τρητὸς δόναξ» — ποιμενικός αυλός, Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρη- τής δισύλλαβης ρίζας τερη- (βλ. λ. τετραίνω, τιτρώσκω), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν + κατάλ. -τός*].
Dictionary of Greek. 2013.