τρητός

τρητός
-ή, -όν, Α
γεμάτος τρύπες, διάτρητος (α. «ἐν τρητοῑσι λεχέεσσιν»
[πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ' άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, Ομ. Ιλ.
β. «μελισσᾱν... τρητὸς πόνος» — η κηρήθρα τών μελισσών, Πίνδ.
γ. «λίθαξ τρητή» — η ελαφρόπετρα, Ανθ. Παλ.
δ. «τρητὸς δόναξ» — ποιμενικός αυλός, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρη- τής δισύλλαβης ρίζας τερη- (βλ. λ. τετραίνω, τιτρώσκω), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν + κατάλ. -τός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τρητός — perforated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρητός — perforated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρητά — τρητός perforated neut nom/voc/acc pl τρητά̱ , τρητός perforated fem nom/voc/acc dual τρητά̱ , τρητός perforated fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρητῶν — τρητός perforated fem gen pl τρητός perforated masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρητόν — τρητός perforated masc acc sg τρητός perforated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТРЕТОН, ТРЕТ — •Τρητός,Τρητόν, горная цепь на юге от Немеи и Клеон, получившая название "пробуравленной" от множества пещер, в одной из которых будто бы жил немейский лев. Hesiod. theod. 331 …   Реальный словарь классических древностей

  • Третон —    • Τρητός,Τρητόν,          горная цепь на юге от Немеи и Клеон, получившая название «пробуравленной» от множества пещер, в одной из которых будто бы жил немейский лев. Hesiod. theog. 331. Diod. Sic. 4, 11 …   Реальный словарь классических древностей

  • Τρητοῖο — Τρητός perforated masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρητοῖο — τρητός perforated masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρητοῖς — Τρητός perforated masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”